φέγγεν — φέγγε̄ν , φέγγω make bright pres inf act (epic doric) φέγγω make bright imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Krifo scholio — In Greek history, the term Krifó scholió (Greek κρυφό σχολειό or κρυφό σχολείο , lit. Secret school ) refers to allegedly illegal underground schools for teaching the Greek language and Christian doctrines, provided by the Greek Orthodox Church… … Wikipedia
σκοτεινιάζω — Ν [σκοτεινιά] 1. (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι (α. «έκλεισες την πόρτα και σκοτείνιασες το δωμάτιο» β. «κι η λάμψη κείνη που φεγγε, εδά μέ σκοτεινιάζει», Ερωτόκρ.) 2. (αμτβ.) γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι (α. «έχει… … Dictionary of Greek
φεγγαράκι — το, Ν υποκορ. τ. τού φεγγάρι («φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ...», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
Βράχας, Ιωάννης — (Ψιανά Ευρυτανίας 1910 – 1993).Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Λαμίας και σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε διάφορα σχολεία της επαρχίας και της περιοχής Αθηνών. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο 1941 44 … Dictionary of Greek
φεγγαράκι — το υποκορ. της λ. φεγγάρι (βλ. λ.): Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)